Σαρκικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nemi, hívságos, mondén, testi, húsos
Σαρκικός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκικός

σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σαρκικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • σαρκασμός στα ουγγρικά - bökés, biflázó, szénbányász, kubikos, gúny, szarkazmus, szarkazmussal, ...
  • σαρκαστικός στα ουγγρικά - maró, szarkasztikus, gúnyos, gúnyosan, szarkasztikusan, gunyoros
  • σαρκοβόρος στα ουγγρικά - húsevő, ragadozó, húsevõ, a húsevő, a ragadozó
  • σαρκοφάγος στα ουγγρικά - szarkofág, szarkofágot, szarkofágja, szarkofágját, szarkofágban
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nemi, hívságos, mondén, testi, húsos