Σαρκικός στα τούρκικα
Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedensel, fleshly, dünyevi, maddesel bereketlerle, şehvetli
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκικός
σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, σαρκικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σαρκασμός στα τούρκικα - istihza, sarcasm, küçümseme, iğnelemek, iğneleme
- σαρκαστικός στα τούρκικα - alaylı, alaycı, sarcastic, iğneleyici, alaycı bir
- σαρκοβόρος στα τούρκικα - etobur, etçil, etçil bir, etobur bir, carnivorous
- σαρκοφάγος στα τούρκικα - lahit, bir lahit, sanduka, lahdi
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bedensel, fleshly, dünyevi, maddesel bereketlerle, şehvetli
Μεταφράσεις: bedensel, fleshly, dünyevi, maddesel bereketlerle, şehvetli