Σαρκικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vleselijk, vleselijke, de vleselijke, fleshly, vleses
Σαρκικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκικός

σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαρκικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαρκασμός στα ολλανδικά - opgraven, rooien, arbeiden, sarcasme, sarcastisch
  • σαρκαστικός στα ολλανδικά - sarcastisch, bijtend, sarcastische, rolleyes
  • σαρκοβόρος στα ολλανδικά - vleesetend, vleesetende, carnivore, carnivoor, vleeseters
  • σαρκοφάγος στα ολλανδικά - sarcofaag, sarcofagen, sarcofaag van, sarcophagus, de sarcofaag
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vleselijk, vleselijke, de vleselijke, fleshly, vleses