Σαρκικός στα δανικά
Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kødelige, kødelig, kødeligt, det kødelige, fleshly
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκικός
σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας δανικά, σαρκικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- σαρκασμός στα δανικά - grave, sarkasme, sarkastisk, sarkasmen
- σαρκαστικός στα δανικά - sarkastisk, sarkastiske, spydige, spydig
- σαρκοβόρος στα δανικά - kødædende, kødædere, carnivorous, rovfisk, rovdyr
- σαρκοφάγος στα δανικά - sarkofag, sarkofagen, indkapslingen, sarkofagens
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kødelige, kødelig, kødeligt, det kødelige, fleshly
Μεταφράσεις: kødelige, kødelig, kødeligt, det kødelige, fleshly