Εξάπλωση στα αλβανικά
Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përhapje, përhapjen, përhapur, përhapjen e, përhapjes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπλωση
εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας αλβανικά, εξάπλωση στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- εξάμηνο στα αλβανικά - gjysmë, gjysma, gjysmën, gjysma e, pjesë
- εξάνθημα στα αλβανικά - i nxituar, njolla, puçrra, skuqje, skuqje të lëkurës
- εξάπτω στα αλβανικά - nxeh, të nxeh, ngacmoj, ngjall, vini në sprovë
- εξάρθρωση στα αλβανικά - përmbysje, zhvendosja, dislokimi, zhvendosja e, çrregullim
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: përhapje, përhapjen, përhapur, përhapjen e, përhapjes
Μεταφράσεις: përhapje, përhapjen, përhapur, përhapjen e, përhapjes