Εξάπλωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskleidimas, plitimas, išplitimas, plitimo, plinta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπλωση
εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξάπλωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξάμηνο στα λιθουανικά - pusę metų, pusmetį, puse metų, pusmetis, su puse metų
- εξάνθημα στα λιθουανικά - išbėrimas, bėrimas, išbėrimą
- εξάπτω στα λιθουανικά - sužadinti, sujaudinti, jaudinti, žadinti, aistrinti
- εξάρθρωση στα λιθουανικά - dislokacija, išnirimas, sutrinka, sutrikdyta, slankstelių dislokacija
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: paskleidimas, plitimas, išplitimas, plitimo, plinta
Μεταφράσεις: paskleidimas, plitimas, išplitimas, plitimo, plinta