Επιτρέπω στα αλβανικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
leje, lejoj, lë, lejojë, të lejojë, lejojnë, lejuar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας αλβανικά, επιτρέπω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα αλβανικά - shaj, qortojë, qortojë ato, tallur me, tallur
- επιτομή στα αλβανικά - mishërim, mishërimi, konspekt, mishërim i
- επιτρεπτός στα αλβανικά - i lejueshëm, lejueshme, e lejueshme, të lejueshme, lejuar
- επιτροπή στα αλβανικά - komitet, komision, Komiteti, komisioni, komitetit
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: leje, lejoj, lë, lejojë, të lejojë, lejojnë, lejuar
Μεταφράσεις: leje, lejoj, lë, lejojë, të lejojë, lejojnë, lejuar