Επιτρέπω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дазваляць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επιτρέπω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα λευκορωσικά - дакараць, дакараць яго, дакарацьму
- επιτομή στα λευκορωσικά - ўвасабленне, увасабленне, ажыццяўленне, ўвасабленьне, увасабленьне
- επιτρεπτός στα λευκορωσικά - дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную
- επιτροπή στα λευκορωσικά - камітэт
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дазваляць
Μεταφράσεις: дазваляць