Επιτρέπω στα λιθουανικά

Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
leidimas, licencija, leisti, leidžia, galima, leistų, būtų galima
Επιτρέπω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτρέπω

επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτρέπω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επιτιμώ στα λιθουανικά - priekaištauti, prikaišioti, wyrzuty, Brana, Ganić
  • επιτομή στα λιθουανικά - prototipas, konspektas, įkūnijimas, įsikūnijimas, buvę, įkūnija
  • επιτρεπτός στα λιθουανικά - leistinas, leistina, leidžiamas, leidžiamos, leidžiama
  • επιτροπή στα λιθουανικά - komisija, komitetas, komiteto, reikalų komitetas, komitetą, komitetui
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: leidimas, licencija, leisti, leidžia, galima, leistų, būtų galima