Επιτρέπω στα δανικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillade, løslade, tilladelse, licens, give, tillader, gøre det muligt, muliggøre
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας δανικά, επιτρέπω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα δανικά - dadle, bebrejde, skamme, kritisere, bebrejdelser
- επιτομή στα δανικά - indbegrebet, epitome, essensen, er indbegrebet
- επιτρεπτός στα δανικά - tilladte, tilladt, tilladelige, tilladelig, tillades
- επιτροπή στα δανικά - domstol, udvalg, ret, komité, udvalget, Komité, udvalgets
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tillade, løslade, tilladelse, licens, give, tillader, gøre det muligt, muliggøre
Μεταφράσεις: tillade, løslade, tilladelse, licens, give, tillader, gøre det muligt, muliggøre