Επιτρέπω στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lehetővé, hogy, lehetővé teszik, lehetővé teszi, teszi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιτρέπω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα ουγγρικά - megszid, lehord vkit
- επιτομή στα ουγγρικά - kompendium, összegzés, kivonat, megtestesítője, epitome, megtestesülése
- επιτρεπτός στα ουγγρικά - beválasztható, elfogadható, felfogadható, alkalmazható, megengedhető, megengedett, kifogható, ...
- επιτροπή στα ουγγρικά - bizottság, bizottságot, bizottsági, Bizottságának, bizottságnak
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lehetővé, hogy, lehetővé teszik, lehetővé teszi, teszi
Μεταφράσεις: lehetővé, hogy, lehetővé teszik, lehetővé teszi, teszi