Επιτρέπω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лиценз, позволи, позволява, позволят, позволяват, даде възможност
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιτρέπω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα βουλγαρικά - упреквам, укорявам, порицавам, укорява, подиграхте като казахте
- επιτομή στα βουλγαρικά - компендиум, конспект, парадигма, въплъщение, образец, резюме, олицетворение
- επιτρεπτός στα βουλγαρικά - допустим, допустимо, допустимото, допустима, допустимата
- επιτροπή στα βουλγαρικά - съд, трибунал, комитет, комисия, комисиите, комитета
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лиценз, позволи, позволява, позволят, позволяват, даде възможност
Μεταφράσεις: лиценз, позволи, позволява, позволят, позволяват, даде възможност