Επιτρέπω στα σουηδικά

Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillåta, tillåtelse, låta, tillåter, möjliggöra, göra det möjligt
Επιτρέπω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτρέπω

επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας σουηδικά, επιτρέπω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • επιτιμώ στα σουηδικά - tillrättavisa, upbraid, förebrå, bestraffande ord, bestraffande ord till, tala bestraffande ord
  • επιτομή στα σουηδικά - symbol, epitomen, koncentrat, symbolen, personified epitomen
  • επιτρεπτός στα σουηδικά - tillåten, tillåtna, tillåt, tillåtet
  • επιτροπή στα σουηδικά - kommission, domstol, utskott, nämnd, kommitté, utskottet, kommittén
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillåta, tillåtelse, låta, tillåter, möjliggöra, göra det möjligt