Επιτρέπω στα λατινικά

Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praebeo, patior, sino, fateor
Επιτρέπω στα λατινικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτρέπω

επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας λατινικά, επιτρέπω στα λατινικά

Μεταφράσεις

  • επιτιμώ στα λατινικά - castigo
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: praebeo, patior, sino, fateor