Επιτρέπω στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimila, leyfa, leyfi, að leyfa, gera, leyfir
Επιτρέπω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτρέπω

επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιτρέπω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιτιμώ στα ισλανδικά - ávíta, áminna, áminning, upbraid
  • επιτομή στα ισλανδικά - ímynd, ensku ímynd
  • επιτρεπτός στα ισλανδικά - leyfilegt, leyfilegur, leyfilega, leyfileg, leyfilegu
  • επιτροπή στα ισλανδικά - nefnd, dómstóll, Nefndin, nefndarinnar, nefndinni, Nefndarmenn
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: heimila, leyfa, leyfi, að leyfa, gera, leyfir