Επιτρέπω στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дозвольте, дозволяти, дозвіл, дозволити, перепустка, допускати, надавати, дозволятиме, дозволятимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιτρέπω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα ουκρανικά - придушення, докоряти, картати, дорікати, докорятиме
- επιτομή στα ουκρανικά - резюме, компендіум, скорочення, набор, конспект, витяг, випис, ...
- επιτρεπτός στα ουκρανικά - припустимий, допустимий, прийнятний, допустима, допустиму
- επιτροπή στα ουκρανικά - суд, комісія, комітет, трибунал, комітету
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дозвольте, дозволяти, дозвіл, дозволити, перепустка, допускати, надавати, дозволятиме, дозволятимуть
Μεταφράσεις: дозвольте, дозволяти, дозвіл, дозволити, перепустка, допускати, надавати, дозволятиме, дозволятимуть