Επιτρέπω στα εσθονικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lubama, võimaldama, võimaldab, võimaldada, lubada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας εσθονικά, επιτρέπω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα εσθονικά - noomitus, noomima, sõitlema, sõitlema neid, hurjutama, hurjutama neid
- επιτομή στα εσθονικά - kogumik, kokkuvõte, lühikokkuvõte, epitoom, epitome, Ruumiillistuma, kehastus, ...
- επιτρεπτός στα εσθονικά - lubatav, mööndav, lubatud, lubatava, lubatavat, lubatavast
- επιτροπή στα εσθονικά - komitee, tribunal, vahekohus, komisjon, komiteele, komisjonis
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lubama, võimaldama, võimaldab, võimaldada, lubada
Μεταφράσεις: lubama, võimaldama, võimaldab, võimaldada, lubada