Αιχμή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бакшиш, точка, връх, пик, пикова, върхова, пиковата
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμή
αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αιχμή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αιφνιδιαστικά στα βουλγαρικά - внезапно, неочаквано, неочаквано се, изненадващо
- αιχμάλωτος στα βουλγαρικά - пленник, пленен, плен, в плен, собствена
- αιχμαλωσία στα βουλγαρικά - секвестиране, плен, затворени помещения, пленничество, от плен
- αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά - секвестиране, улавяне, улавянето, за улавяне, улавяне на, заснемане
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бакшиш, точка, връх, пик, пикова, върхова, пиковата
Μεταφράσεις: бакшиш, точка, връх, пик, пикова, върхова, пиковата