Αιχμή στα τούρκικα
Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doruk, nokta, benek, ayrıntı, tepe, bahşiş, zirve, pik, yoğun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμή
αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας τούρκικα, αιχμή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αιφνιδιαστικά στα τούρκικα - birden, beklenmedik, beklenmedik biçimde, beklenmedik şekilde, beklenmedik bir şekilde, beklenmedik bir
- αιχμάλωτος στα τούρκικα - esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
- αιχμαλωσία στα τούρκικα - haciz, esaret, tutsaklık, esareti, tutsaklığı
- αιχμαλωτίζω στα τούρκικα - haciz, ele geçirmek, yakalama, çekim, yakalamanız, yakalamak
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: doruk, nokta, benek, ayrıntı, tepe, bahşiş, zirve, pik, yoğun
Μεταφράσεις: doruk, nokta, benek, ayrıntı, tepe, bahşiş, zirve, pik, yoğun