Αιχμή στα δανικά
Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
top, punkt, tå, spids, prik, drikkepenge, peak, toppen, højdepunkt, maksimale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμή
αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας δανικά, αιχμή στα δανικά
Μεταφράσεις
- αιφνιδιαστικά στα δανικά - pludseligt, uventet, overraskende, pludselig, uventede
- αιχμάλωτος στα δανικά - fange, fangenskab, bundne, i fangenskab, den bundne
- αιχμαλωσία στα δανικά - fange, fangenskab, fangenskab med, Fangenskabet
- αιχμαλωτίζω στα δανικά - fange, capture, opsamling, indfangning, fangst
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: top, punkt, tå, spids, prik, drikkepenge, peak, toppen, højdepunkt, maksimale
Μεταφράσεις: top, punkt, tå, spids, prik, drikkepenge, peak, toppen, højdepunkt, maksimale