Αιχμή στα λιθουανικά
Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taškas, detalė, piko, smailės, didžiausias, smailė, smailių
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμή
αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αιχμή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αιφνιδιαστικά στα λιθουανικά - nelauktai, netikėtai, netik, neįtikėtinai
- αιχμάλωτος στα λιθουανικά - kalinys, belaisvis, nelaisvę, nelaisvėje, priklausoma, į nelaisvę
- αιχμαλωσία στα λιθουανικά - nelaisvė, ištremtuosius, nelaisvės, nelaisvę, belaisvius
- αιχμαλωτίζω στα λιθουανικά - užfiksuoti, surinkimo, fiksavimo, gaudyti, Capture
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: taškas, detalė, piko, smailės, didžiausias, smailė, smailių
Μεταφράσεις: taškas, detalė, piko, smailės, didžiausias, smailė, smailių