Αιχμή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабiць, высокi, буда, пік
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμή
αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αιχμή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αιφνιδιαστικά στα λευκορωσικά - нечакана, неспадзявана, раптам, раптоўна
- αιχμάλωτος στα λευκορωσικά - палонны, палоннік, вязень, з палонных, палоне ў
- αιχμαλωσία στα λευκορωσικά - узяць, палон
- αιχμαλωτίζω στα λευκορωσικά - узяць, захоп
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рабiць, высокi, буда, пік
Μεταφράσεις: рабiць, высокi, буда, пік