Αιχμή στα ουγγρικά

Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ponteredmény, konnektor, ceruzahegy, pontérték, törmelék-lerakóhely, jellemvonás, csúcs, csúcsot, csúcsa, maximális, legnagyobb
Αιχμή στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμή

αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αιχμή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αιφνιδιαστικά στα ουγγρικά - váratlanul, váratlan, várt módon, nem várt, nem várt módon
  • αιχμάλωτος στα ουγγρικά - rögzített, rab, bebörtönzött, fogoly, fogságban tartott, fogságban
  • αιχμαλωσία στα ουγγρικά - fogság, fogságban, fogságból, fogságba, fogságának
  • αιχμαλωτίζω στα ουγγρικά - elfog, rögzítés, leválasztás, elkülönítési, befogása
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ponteredmény, konnektor, ceruzahegy, pontérték, törmelék-lerakóhely, jellemvonás, csúcs, csúcsot, csúcsa, maximális, legnagyobb