Αιχμή στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врвот, врв, шпицот, врв на, шпицот на
Αιχμή στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμή

αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αιχμή στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αιφνιδιαστικά στα σλαβομακεδονικά - неочекувано, ненадејно, неочекувано се, неочекувано да
  • αιχμάλωτος στα σλαβομακεδονικά - заробеништво, заробеник, во заробеништво, заробена, заробените
  • αιχμαλωσία στα σλαβομακεδονικά - заробеништво, ропство, заробеноста, ропството, заробеништвото
  • αιχμαλωτίζω στα σλαβομακεδονικά - фаќање, фаќањето, снимање, заробување, фати
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: врвот, врв, шпицот, врв на, шпицот на