Αρμόδιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компетентен, компетентния, компетентният, компетентната, компетентните
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αρμόδιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αρμοδιότητα στα βουλγαρικά - компетенция, владения, провинция, компетентност, компетентността, компетенции
- αρμονία στα βουλγαρικά - хармония, хармонията, съзвучие, съгласие
- αρμόζω στα βουλγαρικά - костюм, подхождам, подобавам
- αρμόζων στα βουλγαρικά - сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: компетентен, компетентния, компетентният, компетентната, компетентните
Μεταφράσεις: компетентен, компетентния, компетентният, компетентната, компетентните