Αρμόδιος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illetékes, hatáskörrel, hatáskörrel rendelkező, az illetékes, hozzáértő
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αρμόδιος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αρμοδιότητα στα ουγγρικά - hatáskör, tartomány, értéktartomány, hozzáértés, hatáskörébe, kompetencia, hatásköre, ...
- αρμονία στα ουγγρικά - egyezés, harmónia, összhang, harmóniát, harmóniában, harmóniáját
- αρμόζω στα ουγγρικά - kérés, pör, kosztüm, leánykérés, öltöny, illik
- αρμόζων στα ουγγρικά - szerelvény, szerelés, illeszkedő, felszerelése, felszerelés
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: illetékes, hatáskörrel, hatáskörrel rendelkező, az illetékes, hozzáértő
Μεταφράσεις: illetékes, hatáskörrel, hatáskörrel rendelkező, az illetékes, hozzáértő