Αρμόδιος στα νορβηγικά
Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansvarsfull, ansvarlig, kompetent, kompetente, vedkommende, kompetanse, sakkyndig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αρμόδιος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αρμοδιότητα στα νορβηγικά - distrikt, provins, kompetanse, kompetansen, kompetanseutvikling
- αρμονία στα νορβηγικά - enhet, en, enighet, harmoni, harmoni med, harmonien, harmonisk, ...
- αρμόζω στα νορβηγικά - farge, søksmål, dress, befit
- αρμόζων στα νορβηγικά - fitting, montering, sittende, passende, passer
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ansvarsfull, ansvarlig, kompetent, kompetente, vedkommende, kompetanse, sakkyndig
Μεταφράσεις: ansvarsfull, ansvarlig, kompetent, kompetente, vedkommende, kompetanse, sakkyndig