Αρμόδιος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
responsável, competente, competentes, competência
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρμόδιος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αρμοδιότητα στα πορτογαλικά - províncias, esfera, província, se, si, território, competência, ...
- αρμονία στα πορτογαλικά - unidade, concordar, união, aliar, unir, um, anuir, ...
- αρμόζω στα πορτογαλικά - processo, chegar, pleito, traje, convir, ficar, acontecer, ...
- αρμόζων στα πορτογαλικά - apropriado, conveniente, montagem, encaixe, instalação
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: responsável, competente, competentes, competência
Μεταφράσεις: responsável, competente, competentes, competência