Αρμόδιος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bær, lögbært, lögbæra, lögbær, til bær
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αρμόδιος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αρμοδιότητα στα ισλανδικά - hæfni, færni, hæfi, valdsvið, hæfni til
- αρμονία στα ισλανδικά - eining, sátt, samhljóm, samræmi, samhljómur, samhljómi
- αρμόζω στα ισλανδικά - verða, henta, dragt, befit
- αρμόζων στα ισλανδικά - mátun, hæfi, vel við hæfi, við hæfi, hæfa
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bær, lögbært, lögbæra, lögbær, til bær
Μεταφράσεις: bær, lögbært, lögbæra, lögbær, til bær