Αυτοπεποίθηση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση
αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυτοπεποίθηση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποιώ στα βουλγαρικά - Автоматизира
- αυτονομία στα βουλγαρικά - автономия, автономност, самостоятелност, автономията, автономността
- αυτοσχεδιάζω στα βουλγαρικά - импровизирам, импровизира, импровизират, се импровизира, импровизирате
- αυτούς στα βουλγαρικά - им, тях, ги, да ги, да
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието
Μεταφράσεις: доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието