Αυτοπεποίθηση στα τσεχικά
Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sebedůvěra, jistota, důvěrnost, přesvědčení, spolehnutí, důvěra, sebejistota, důvěry, důvěru, spolehlivosti, sebevědom
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση
αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, αυτοπεποίθηση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποιώ στα τσεχικά - automatizovat, zautomatizovat, automatizuje, automaty, Automates, Plně automatické
- αυτονομία στα τσεχικά - samospráva, samostatnost, autonomie, autonomii, nezávislost
- αυτοσχεδιάζω στα τσεχικά - improvizovat, improvizace, improvizaci, improvizují
- αυτούς στα τσεχικά - jim, je, jejich, nich, ně
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sebedůvěra, jistota, důvěrnost, přesvědčení, spolehnutí, důvěra, sebejistota, důvěry, důvěru, spolehlivosti, sebevědom
Μεταφράσεις: sebedůvěra, jistota, důvěrnost, přesvědčení, spolehnutí, důvěra, sebejistota, důvěry, důvěru, spolehlivosti, sebevědom