Αυτοπεποίθηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fé, confiança, a confiança, de confiança, confiança de, confiança dos
Αυτοπεποίθηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυτοπεποίθηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποιώ στα πορτογαλικά - automatizar, Automatiza, Automates, Automatiza o, automatiza a, autômatos
  • αυτονομία στα πορτογαλικά - autonomia, a autonomia, de autonomia, da autonomia
  • αυτοσχεδιάζω στα πορτογαλικά - improvisar, melhorar, reparar, improvise, improvisam, improviso, improvisação
  • αυτούς στα πορτογαλικά - os, eles, elas, lhes, as, dele
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fé, confiança, a confiança, de confiança, confiança de, confiança dos