Αυτοπεποίθηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú
Αυτοπεποίθηση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αυτοπεποίθηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποιώ στα ισλανδικά - Automates, sjálfvirkan
  • αυτονομία στα ισλανδικά - sjálfstæði, sjálfsforræði, sjálfræði, að sjálfsforræði, að sjálfsforræði innan
  • αυτοσχεδιάζω στα ισλανδικά - spinna, að spinna
  • αυτούς στα ισλανδικά - þá, þeim, þau, þær, þeim að
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú