Αψηφώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подигравка, чип, спъвам, укор, презрително отношение
Αψηφώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψηφώ

αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αψηφώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αψίδωση στα βουλγαρικά - apsidosi
  • αψίκορος στα βουλγαρικά - apsikoros
  • αψιμαχία στα βουλγαρικά - престрелка, схватка, сблъскване, схватки, схватката
  • αϋπνία στα βουλγαρικά - безсъние, инсомния, безсънието
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: подигравка, чип, спъвам, укор, презрително отношение