Αψηφώ στα γερμανικά
Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auffordern, Brüskierung, brüskieren, snub, stumpf, Einschnürtrommel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αψηφώ
αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, αψηφώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αψίδωση στα γερμανικά - bogengang, arkade, säulengang, apsidosi
- αψίκορος στα γερμανικά - wählerisch, anspruchsvoll, verwöhnt, pingelig, apsikoros
- αψιμαχία στα γερμανικά - zusammenprallen, kollidieren, gerassel, zusammenstoß, plänkelei, Scharmützel, Gefecht, ...
- αϋπνία στα γερμανικά - schlaflosigkeit, insomnie, schlafstörung, Schlaflosigkeit, Schlafstörungen, Insomnie, Schlaflosigkeit zu
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: auffordern, Brüskierung, brüskieren, snub, stumpf, Einschnürtrommel
Μεταφράσεις: auffordern, Brüskierung, brüskieren, snub, stumpf, Einschnürtrommel