Αψηφώ στα δανικά

Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udfordre, irettesættelse, fornærmelse, snub, affeje, fladnæset
Αψηφώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψηφώ

αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας δανικά, αψηφώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αψίδωση στα δανικά - apsidosi
  • αψίκορος στα δανικά - apsikoros
  • αψιμαχία στα δανικά - træfning, skirmish, skærmydsel, slaget, Nærkamp
  • αϋπνία στα δανικά - søvnløshed, insomni, insomnia, af søvnløshed
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udfordre, irettesættelse, fornærmelse, snub, affeje, fladnæset