Αψηφώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pisze, fitos, tömpe, rövid csövű, pisze orr
Αψηφώ στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψηφώ

αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αψηφώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αψίδωση στα ουγγρικά - árkádsor, apsidosi
  • αψίκορος στα ουγγρικά - apsikoros
  • αψιμαχία στα ουγγρικά - recsegés-ropogás, nézeteltérés, fecsegés, visszhangzás, érdekellentét, csetepaté, rohamban, ...
  • αϋπνία στα ουγγρικά - álmatlanság, az álmatlanság, insomnia, álmatlanságot, inszomnia
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pisze, fitos, tömpe, rövid csövű, pisze orr