Βολεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
костюм, прилив, вълна, отлив, прилива, приливите и отливите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βολεύω
βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βολεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βολή στα βουλγαρικά - гипс, изстрел, ударът, ударът на, снимка, завършващият
- βολβός στα βουλγαρικά - луковица, крушка, крушката, крушки, колба
- βολικός στα βουλγαρικά - удобен, удобно, удобна, удобни, удобното
- βομβαρδίζω στα βουλγαρικά - бомбардирам, бомбардират, бомбардира, бомбардираме, обстрелват
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: костюм, прилив, вълна, отлив, прилива, приливите и отливите
Μεταφράσεις: костюм, прилив, вълна, отлив, прилива, приливите и отливите