Βολεύω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плима, бранот, напливот, бран, плимата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βολεύω
βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βολεύω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- βολή στα σλαβομακεδονικά - истрел, шут, шутираше, shot, застрелан
- βολβός στα σλαβομακεδονικά - сијалица, сијалицата, крушка, на сијалицата, светилка
- βολικός στα σλαβομακεδονικά - удобен, лесен, пригоден, погодно, погодни
- βομβαρδίζω στα σλαβομακεδονικά - бомбардираат, бомбардирам, го бомбардираат, бомбандирање, бомбандираат
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: плима, бранот, напливот, бран, плимата
Μεταφράσεις: плима, бранот, напливот, бран, плимата