Βολεύω στα σλοβενικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oblek, obleka, premoščati
Βολεύω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, βολεύω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα σλοβενικά - hod, obsadit, mavec, shot, strel, Ekipa, streljal, ...
  • βολβός στα σλοβενικά - žarnica, žarnice, žarnico, sijalka, bulb
  • βολικός στα σλοβενικά - priročen, priročno, prikladno, umesten, udoben
  • βομβαρδίζω στα σλοβενικά - bombardira, bombardirajo, Bombardirati, obstreljevanje, zbombardiram
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: oblek, obleka, premoščati