Βολεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kostiumas, padėti įveikti, Padėti kam wybrnąć, padėti išsiversti, išsiversti, kam wybrnąć
Βολεύω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βολεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα λιθουανικά - nuotrauka, kadras, šūvis, smūgiuotas kamuolys, smūgis
  • βολβός στα λιθουανικά - svogūnas, statyba, lemputė, lemputės, lemputę, bulb, kolba
  • βολικός στα λιθουανικά - jaukus, patogus, patogu, patogi, patogiau
  • βομβαρδίζω στα λιθουανικά - bombarduoti, bombarduoja, Ostrzelać
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kostiumas, padėti įveikti, Padėti kam wybrnąć, padėti išsiversti, išsiversti, kam wybrnąć