Βολεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kostüm, atlatmak, üstesinden gelmek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βολεύω
βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βολεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βολή στα τούρκικα - biçim, kalıp, atma, atış, çekim, çekilen sut, vuruş, ...
- βολβός στα τούρκικα - ampul, termometre, ampulün, bulb, ampulü
- βολικός στα τούρκικα - münasip, rahat, uygun, uygun bir, elverişli, kullanışlı
- βομβαρδίζω στα τούρκικα - bombalamak, bombard, bombardıman, bombalamaya, bombardımanına
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kostüm, atlatmak, üstesinden gelmek
Μεταφράσεις: kostüm, atlatmak, üstesinden gelmek