Βολεύω στα δανικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dragt, klare sig, klare over, at klare sig, at klare over
Βολεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας δανικά, βολεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα δανικά - shot, skud, chance, skudt, mål
  • βολβός στα δανικά - pære, pæren, bulb, lyskilde, pære i
  • βολικός στα δανικά - bekvem, passende, hyggelig, praktisk, bekvemt, bekvemme, belejligt
  • βομβαρδίζω στα δανικά - bombardere, bombarderer, at bombardere, beskyde, bombardement
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dragt, klare sig, klare over, at klare sig, at klare over