Βολεύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
henta, dragt, fjöru, sjávarföllum, Tide, var sjóvar, sjóvar
Βολεύω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βολεύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα ισλανδικά - kasta, kast, skot, skotið, skaut, náði, átti
  • βολβός στα ισλανδικά - peru, ljósaperur, ljósapera, ljósaperu, ljósaperu er
  • βολικός στα ισλανδικά - hentugur, þægilegur, hæfur, þægilegt, þægileg, þægilegri, þægilegra
  • βομβαρδίζω στα ισλανδικά - bombard, að bombard
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: henta, dragt, fjöru, sjávarföllum, Tide, var sjóvar, sjóvar