Βολεύω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leánykérés, kérés, pör, kosztüm, öltöny, leküzd, legyőz
Βολεύω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βολεύω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα ουγγρικά - együttes, dobott, öntött, vetett, pontok, szemmozgás, gipszöntvény, ...
  • βολβός στα ουγγρικά - üveggömb, villanykörte, virághagyma, izzó, izzót, gumó, bura, ...
  • βολικός στα ουγγρικά - kényelmes, kényelmi, ideális, kényelmesebb, kényelmesen
  • βομβαρδίζω στα ουγγρικά - bombáz, bombázzák, bombázzák a, bombázzuk, bombáznak
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: leánykérés, kérés, pör, kosztüm, öltöny, leküzd, legyőz