Βολεύω στα ρουμανικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conveni, costum, ajuta pe cineva să învingă, maree peste
Βολεύω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, βολεύω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα ρουμανικά - formă, tipar, shot, șut, dreapta, lovitură, șutul
  • βολβός στα ρουμανικά - bec, bulb, becului, becul, bec de
  • βολικός στα ρουμανικά - confortabil, potrivit, convenabil, convenabilă, convenabile, comod, convenabil de
  • βομβαρδίζω στα ρουμανικά - bombarda, bombardeze, bombardeaza, bombardează, bombard
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: conveni, costum, ajuta pe cineva să învingă, maree peste