Δανείζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заемаш, назаем, отпускат заеми, кредитират, поддават
Δανείζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δανείζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα βουλγαρικά - слива, сливова, сливи, от сливи, сливови
  • δανείζομαι στα βουλγαρικά - назаем, заеме, заемат, заем, заема
  • δανειζόμενος στα βουλγαρικά - кредитополучател, кредитополучателя, заемополучател, заемополучателя, заемател
  • δανεισμός στα βουλγαρικά - заем, чуждици, заемане, заеми, кредитиране, заемател
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заемаш, назаем, отпускат заеми, кредитират, поддават