Δανείζω στα ιταλικά

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imprestare, prestare, dare, prestano, prestito, presta
Δανείζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, δανείζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα ιταλικά - prugna, susina, prugne, di prugne, plum
  • δανείζομαι στα ιταλικά - prendere in prestito, prestito, in prestito, prestiti, contrarre prestiti
  • δανειζόμενος στα ιταλικά - mutuatario, debitore, prenditore
  • δανεισμός στα ιταλικά - mutuo, prestito, mutuare, prestare, credito, prestiti, indebitamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: imprestare, prestare, dare, prestano, prestito, presta