Δανείζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emprestar, empreste, limonada, dar, emprestam, prestam, prestar
Δανείζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δανείζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα πορτογαλικά - ameixa, de ameixa, da ameixa, plum, ameixas
  • δανείζομαι στα πορτογαλικά - emprestar, pedir emprestado, pedir, emprestado, contrair empréstimos
  • δανειζόμενος στα πορτογαλικά - mutuário, devedor, tomador, mutuários
  • δανεισμός στα πορτογαλικά - emprestar, pão, empréstimo, empréstimos, endividamento, devedora, contracção
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: emprestar, empreste, limonada, dar, emprestam, prestam, prestar