Δανείζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даваць
Δανείζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δανείζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα λευκορωσικά - зліву, сліва, сліву, зліва
  • δανείζομαι στα λευκορωσικά - браць
  • δανειζόμενος στα λευκορωσικά - пазычальнік
  • δανεισμός στα λευκορωσικά - запазычанне, запазычванне, пазычанне, пазычэньне, запазычаньне
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: даваць